- Ουάρρων
- (Varro). Οικογενειακό όνομα ονομαστών ανδρών της αρχαίας Ρώμης. Βλ. λ. Βάρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek